πέρα

πέρα
επίρρ.
1) дальше, далее; далеко, вдалеке, вдали; вдаль; по ту сторону;

είναι τόσο πέρα πού ούτε τον βλέπεις — он так далеко, что его не видно;

από πέρα — издалека; — оттуда;

απ' το σταθμό και πέρα — от вокзала и дальше; — за вокзалом;

(ε)κεί πέρα — там; — туда;

πέρα από — за пределами чего-л.;

πέρα απ' το ποτάμι — за рекой;

πέρα από δώ — дальше;

εδώ πέρα — здесь, тут; — сюда;

πάρα πέρα — или πιο πέρα ( — по)дальше, в сторону; — далее;

ο πα ρα πέρα — дальнейший;

κάνε πιο πέρα (πάρα πέρα) — отойди подальше, отойди в сторону;

2) сверх;

πέρα του δέοντος — сверх всякой нормы;

από τα πενήντα και πέρα — от пятидесяти лет и выше;

§ πέρα πέρα или πέρα καί πέρα — сверху донизу; — насквозь; — от начала до конца; — от края до края;

πέρα γιά πέρα — совершенно, совсем;

(δεν) τα βγάζω πέρα — а) (не) справляться; — б) (не) сводить концы с концами;

κάνε πέρα! — пошёл вон!, уходи!;

εγώ τού μιλώ και αυτός πέρα βρέχει — я ему говорю, а ему хоть бы что;

τράβηξε ίσα πέρα — иди прямо туда;

πέρα δώθε — туда-сюда;

από δώ και πέρα — с этого момента; — на будущее;

από κεί και πέρα — а) в дальнейшем, дальше, далее; — б) остальное;

αύτού πέρα — там (частица);

τί μού λες αύτού πέρα! — да что ты там говоришь!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Полезное


Смотреть что такое "πέρα" в других словарях:

  • πέρα — πέρᾱ , πέρα beyond indeclform (adverb) πέρᾱ , πέρα beyond fem nom/voc/acc dual πέρᾱ , πέρα beyond fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πέρᾱ , περάω 1 drive right through pres imperat act 2nd sg πέρᾱ , περάω 1 drive right through imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέρα — Πέρᾱ , Πέρευς masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρα — ΝΑ επίρρ. 1. τοπ. επέκεινα κάποιου τοπικού ορίου, πιο μακριά από κάτι (α. «μένω πέρα από το ποτάμι» β. «Ἀτλαντικών πέρα φεύγειν ὅρών», Ευρ.) 2. χρον. α) επέκεινα κάποιου χρονικού ορίου, για περισσότερο καιρό («οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν», Ξεν.) β)… …   Dictionary of Greek

  • πέρα — επίρρ. τοπ. 1. μακριά απ εδώ, αντίκρυ. 2. φρ., «εκεί πέρα»· «πέρα δώθε»· «πέρα για πέρα», εντελώς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέρᾳ — πέραι , πέρα beyond fem nom/voc pl πέρᾱͅ , πέρα beyond fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρα κόστα — η ναυτ. η ακτή που βρίσκεται πέρα από τον φυσικό ορίζοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρα + κόστα «ακτή, παραλία» (< ιταλ. costa)] …   Dictionary of Greek

  • Περᾶ — Περεύς masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περᾶ — περάω 1 drive right through pres subj act 1st sg (doric aeolic) περάω 1 drive right through pres ind act 1st sg (doric aeolic) περάω 2 fut ind act 1st sg (doric aeolic) περάω 2 pres subj act 1st sg (doric aeolic) περάω 2 pres ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περᾷ — περάω 1 drive right through pres subj mp 2nd sg περάω 1 drive right through pres ind mp 2nd sg (epic) περάω 1 drive right through pres subj act 3rd sg περάω 1 drive right through pres ind act 3rd sg (epic) περάω 2 fut ind mid 2nd sg (epic) περάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέρα Βάχλια — Ορεινός οικισμός (... κάτ., υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται στην κοινότητα Βάχλιας …   Dictionary of Greek

  • Πέρα Μέλανα — Κοινότητα (κάτ., υψόμ. 260 μ.). Βρίσκεται στην πρώην επαρχία Κυνουρίας, του νομού Αρκαδίας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»